κατάβραχα

κατάβραχα
επίρρ., πάνω στα βράχια: Ανέβηκε κατάβραχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάβραχος — κατάβραχος, ον (Μ) (για τόπους) γεμάτος βράχια, βραχώδης. επίρρ... κατάβραχα πάνω στα βράχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βραχος (< βράχος), πρβλ. ανεμό βραχος, ξερόβραχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”